Η περίληψη γράφτηκε για να διευκολυνθεί η ανάλυση του Απολογισμού στις ΟΜ των Κυκλάδων. Ο απολογισμός γράφτηκε από τον Α. Μπαλτά, Γ. Δραγασάκη και Θ Δρίτσα.
Ο απολογισμός, είναι πάγιο συστατικό της λειτουργίας του κόμματος μας, ως η συλλογική αποτίμηση της δράσης μας, που περιλαμβάνει την αναγκαία κριτική και αυτοκριτική. Είναι ιδιαίτερα θετικό γεγονός που αρκετές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως των Κυκλάδων και τμήματα της Κεντρικής Επιτροπής έχουν προχωρήσει με δική τους πρωτοβουλία σε διάφορες μορφές απολογισμού της δράσης τους.
Ο απολογισμός αποτελεί, γέφυρα του «πριν» με το «μετά». Αποτελεί βάση για να σχεδιάσουμε την πορεία μας, να ανασυγκροτήσουμε στις νέες συνθήκες και να οργανώσουμε τη δράση μας για μια νέα νίκη του λαού μας και της Αριστεράς. Είναι προϋπόθεση για τη συστηματοποίηση και την αξιοποίηση της κυβερνητικής και της κομματικής εμπειρίας, προϋπόθεση για τη βελτίωση της αριστερής κυβερνησιμότητας και την εξαγωγή γενικότερων μαθημάτων για το μέλλον.
Τα μέλη, οι φίλοι και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αναμένουν να δουν κατά πόσο εμείς έχουμε επίγνωση των απόψεων τους για λάθη, ολιγωρίες και διάθεση να τα διορθώσουμε. Ο απολογισμός ήταν αναγκαίος για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης τόσο με τον κομματικό όσο και με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ, όπως και μέσο για την ενίσχυση της κομματικής ενότητας και συνοχής τόσο στη βάση όσο και στη κορυφή.
Για να επιτελέσει την πολλαπλή αποστολή του, είναι ουσιαστικός, διεισδυτικός, τολμηρός και ειλικρινής. Αφορά τόσο τις επιτυχίες και τις νίκες όσο και τις αποτυχίες, τα λάθη, τις ολιγωρίες, τις ήττες. Ο απολογισμός είναι σφαιρικός και πολυεπίπεδος, καλύπτει όλες τις διαστάσεις της εμπειρίας των τελευταίων χρόνων, δηλαδή:
- Απολογισμός του κυβερνητικού έργου και όσων συνδέονται με αυτό.
- Απολογισμός της δράσης του κόμματος, κυρίως από το ιδρυτικό συνέδριο (2013) μέχρι σήμερα.
- Απολογισμός από τη σκοπιά των όρων ηγεμονίας, δηλαδή της γενικότερης επιρροής των ιδεών και των θέσεων της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία.
Ο απολογισμός θα γίνει ουσιαστικό εργαλείο δουλειάς στο πλαίσιο και της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, εργαλείο διαμόρφωσης του προγράμματός του, των τρόπων διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας και των όρων που θα ανοίγουν προοπτική ηγεμονίας.
- Διεθνής περίγυρος 2012-2019: δυνατότητες και όρια
Το Ευρωπαϊκό Περιβάλλον ήταν εχθρικό απέναντι στην εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Από την πλευρά μας έγιναν λάθη σε θέματα εκτίμησης (διαφοροποιήσεις μέσα στην Ε.Ε., στην προετοιμασία της Ευρωζώνης να αντιμετωπίσει εκβιασμό, σε προσδοκίες από Κίνα-Ρωσία) και συντονισμού (συμφωνία Πρεσπών).
Σταθήκαμε όμως επάξια και αναβαθμίσαμε τη διεθνή θέση της Ελλάδας, κυρίως μέσα από την έκφραση αλληλεγγύης στο προσφυγικό.
Το 2015 νικήσαμε γιατί στηριχθήκαμε στο κίνημα από τα κάτω, στο κοινωνικό μέτωπο κατά των μνημονίων. Το δημοψήφισμα είναι η κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ιστορίας, παρά το ότι κατέληξε σε επώδυνο συμβιβασμό, με μετρήσιμα ευνοϊκότερη συμφωνία, –αφού όχι μόνο το μνημόνιο δεν καταργήθηκε αλλά υπογράφηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό.
Τον Σεπτέμβριο κόσμος είχε σχετικά παγώσει, η λαϊκή παθητικότητα τείνει να αντικαταστήσει την προηγούμενη διαθεσιμότητα.
Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη του λαού, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπιστοσύνη αμιγώς προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τις ιδέες του και τις αξίες του, αλλά περιλάμβανε τη ριζική απόσυρση εμπιστοσύνης κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά και προς τη ΝΔ.
Η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση στηρίχθηκε κυρίως στην απευθείας επικοινωνία του Πρωθυπουργού με τον ελληνικό λαό και λιγότερο στο έργο των στελεχών της διακυβέρνησης και στην δουλειά του κόμματος.
Η αντιπολιτευτική τακτική παρουσίαζε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Πρόεδρο του να είναι όμοιοι με τους άλλους, επιβάλλοντας την κυβερνητική «εναλλαγή» των «κομμάτων εξουσίας». Αυτό το διακύβευμα παραμένει και σήμερα κρίσιμα ενεργό και επίκαιρο.
Η εμπιστοσύνη ενός λαού σε ένα κόμμα και σε έναν ηγέτη δεν είναι δεδομένη άπαξ δια παντός. Απαιτείται η διαρκής επαναβεβαίωσή της, μαζί με την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας.
Μια εκλογική νίκη και κυβερνητική θητεία μπορεί να προσκρούει σε όρια που προέρχονται και από ολιγωρίες της νικηφόρας δύναμης που δεν αναγνωριστήκαν και δεν διευθετήθηκαν εγκαίρως. Εγκλωβισμένοι στην αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο που είχε κυριαρχήσει, δεν προχώρησαν οι αναγκαίες προγραμματικές επεξεργασίες, σε ζητήματα που είχαν ήδη αναδειχθεί στο προσκήνιο.
Το κόμμα, από τη δική του πλευρά, δεν στάθηκε ικανό να καλύψει ικανοποιητικά, συλλογικά και εμπεριστατωμένα τα συναφή ελλείμματα.
- Γιατί ηττηθήκαμε. Τι κάναμε λάθος. Είναι η ήττα τακτική ή στρατηγική;
Η ήττα μας οφείλεται σε αίτια στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα. Το στρατηγικό ήταν η υπογραφή νέου μνημονίου που ακύρωνε την μέχρι τότε στρατηγική μας για απαλλαγή από τα μνημόνια, αποξενώνοντας τα κοινωνικά στρώματα, συμμαχίες και κινήματα που μας είχαν υποστηρίξει.
Επίσης, επιζητήσαμε τη λογική της ανάθεσης και υποτιμήσαμε τη συνέχιση του αγώνα από τα κάτω, με το κόμμα μπροστά, που θα συσχέτιζε τις ιδρυτικές αξίες της Αριστεράς με το κυβερνητικό έργο, που θα περνούσε μέσα από το φίλτρο του ιδεολογικού αγώνα, ενάντια στις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού που πρόβαλε η ΝΔ (κεντρικό αφήγημα περί επενδύσεων, φορολογικής ελάφρυνσης, κτλ.) με προοπτική πάντα τον δημοκρατικό Σοσιαλισμό.
Η επικοινωνιακή πολιτική μας (ηττήθηκε) δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, δεν χρησιμοποίησε το δικό μας όπλο, το άπλωμα του κόμματος στον κόσμο.
Οι τακτικές λάθος κινήσεις που καθόρισαν την ήττα, είναι: Η άστοχη ταύτιση των τριών εκλογών που συνένωσε την αποδοκιμασίας της κυβέρνησης, με ταυτόχρονη υποτίμηση της συγκρότησης του πλατιού αντι-Σύριζα μετώπου και της δυσφορίας των δυσκολιών των ανθρώπων.
Η ήττα στις Δημοτικές μας επέβαλε να λύσουμε ένα γρίφο: τι σημαίνει, σε τι συνίσταται η πολιτική της Αριστεράς στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης. Στις Περιφερειακές δεν αξιοποιήσαμε τα Αναπτυξιακά Συνέδρια και στις Ευρωεκλογές, που δεχθήκαμε να ταυτιστούν με δημοψήφισμα, δεν αναδείξαμε τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Η ήττα στις ευρωεκλογές μας οδήγησε στις πρόωρες εθνικές εκλογές, που ανέδειξαν δύο χαρακτηριστικά: Την συστράτευση όλων των μελών μας και των φίλων και τη μάχη του προέδρου. Με την εκστρατεία να επικεντρώνεται στα οικονομικά, κοινωνικά επιτεύγματα της κυβέρνησης, χωρίς την εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος, που θα περιελάμβανε την παραγωγική ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό του κράτους, την τόνωση του συλλογικού φρονήματος και της αλληλεγγύης.
Η ήττα όμως δεν ήταν στρατηγικού χαρακτήρα αν μάθουμε από τα λάθη και καλύψουμε τις ολιγωρίες, υπερβούμε τις σχέσεις ανάθεσης και ανασυντάξουμε το κόμμα.
Η προετοιμασία για να κυβερνήσουμε, υπήρξε πρωτόγνωρη, με ολιγωρίες και επικέντρωση στην αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο που δεν επέτρεψε την επεξεργασία πολιτικών ταυτοτικού χαρακτήρα για την Αριστερά και την ανάδειξη άλλων διαστάσεων της κοινωνικής ζωής, που θα αναμόρφωναν το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού, μετά το ξεπέρασμα του μνημονίου-αντιμνημονίου, δίνοντας μας το προβάδισμα στη μεταμνημονιακή αντιπαράθεση για το μέλλον της χώρας.
Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης παρέκαμπτε το θέμα της διαπραγμάτευσης και καλλιεργούσε παραλυτικές, αβάσιμες προσδοκίες και την μη εξάρτηση της εφαρμογής του από την διαπραγμάτευση.
- Η διαπραγμάτευση
Άμεσα η κυβέρνησή μας έπρεπε να διαπραγματευθεί στο Γιούρογκρουπ, με εχθρικούς συσχετισμούς, την εγκαταλειμμένη 5η αξιολόγηση, με το άγχος των άδειων ταμείων. Αναμετρήθηκε με το υπαρξιακό δίλημμα ή υπογράφει ή καταστρέφεται η χώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια, φτάσαμε στο δημοψήφισμα, το 3ο μνημόνιο και στη διαρκή διαπραγμάτευση.
Το 3ο μνημόνιο συμπύκνωνε και επιτυχίες με την ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, με την εξαίρεση της οικονομίας από την αφαίμαξη 20 δις., ενίσχυσε τις τράπεζες, ρύθμισε το χρέος ως το 2032, στήριξε την κοινωνία, αλλά κατήργησε το ΕΚΑΣ, τον νησιωτικό ΦΠΑ και με τις διαπραγματεύσεις ενσωματώθηκαν ορισμένες προγραμματικές μας θέσεις.
Το περιβάλλον ήταν αντίξοο, με πολλά εμπόδια και την οικονομία, την κοινωνία, τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Κράτος, διοίκηση αδρανή έως αντίθετα. Διεθνείς συνθήκες εχθρικές και πρωτοφανής προσφυγική κρίση.
Πετύχαμε να διαπραγματευτούμε, να ανακουφίσουμε την κοινωνία, να ανατάξουμε την οικονομία και το κοινωνικό κράτος, να αντιμετωπίσουμε την προσφυγική κρίση και τελικά μα βγούμε από τα μνημόνια, χωρίς πιστοληπτική γραμμή στήριξης, με διευθέτηση του χρέους και αφήνοντας το γνωστό αποθεματικό.
Πετύχαμε να υλοποιήσουμε πολλά θετικά μέτρα που τα αποτελέσματά τους καταγράφονται σε επίσημους οικονομικούς δείκτες. Εκπονήσαμε την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική (ΕΑΣ).
Ασκήσαμε πολιτική σε 3 άξονες, τα υποχρεωτικά μέτρα του μνημονίου, τα μέτρα που ήταν διαπραγματεύσιμα και τα μέτρα του παράλληλου προγράμματος.
-Παρά τη δυνατή πολιτική βούληση, χωρίς όμως σχεδιασμό και συντονισμό των υπουργείων, χωρίς ιδεολογική κάλυψη και συστηματικό αγώνα, το κυβερνητικό έργο ήταν κατώτερο των προσδοκιών της πλατιάς συμμαχίας που μας στήριξε.
-Στο συντονισμό του κυβερνητικού έργου στα υπουργεία, παρουσιάστηκαν αδυναμίες και διαφωνίες που έκρυβαν την απουσία επεξεργασμένης πολιτικής προτεραιοτήτων.
-Δεν αντιμετωπίσαμε τον κρατικό μηχανισμό της πολυεπίπεδης διαπλοκής, της διαφθοράς, της πελατειακής διαχείρισης, της γραφειοκρατίας, της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, των αντιστάσεων στην προσπάθεια εξορθολογισμού και αποκομματικοποίησης, με τις ανάγκες δημοκρατικού μετασχηματισμού, με εκείνη τη σύνθεση πολιτικής βούλησης και γνωσιακής επάρκειας που απαιτούσαν οι περιστάσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
-Η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού συνάντησε δυσκολίες, αφού δεν υπήρχε μητρώο στελεχών και αξιοποίηση κατάλληλων ανθρώπων σε θέσεις ευθύνης. Αναδείχθηκε όμως μια γενιά νέων άξιων στελεχών.
-Τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια ήταν μια απάντηση στην αδρανοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων, μια ενεργοποίηση αναζήτησης λύσεων στα προβλήματα τους, με την κοινωνία να εκφράζεται αυτοπροσώπως. Ελάχιστες όμως πρωτοβουλίες, καινοτόμες προτάσεις (όπως των Κυκλάδων). Κυριάρχησε η λογική της ανάθεσης έργων που απέκοπτε την κυβέρνηση από την κοινωνία, με το κόμμα να είναι απόν.
Το έργο μας από δω και πέρα οφείλει να στηρίζεται και να ενσαρκώνει το τρίπτυχο:
Ι. Ισχυρή πολιτική βούληση, εμπεδωμένη ιδεολογικά και θεωρητικά.
ΙΙ. Άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κοινωνία και συμμετοχή στα κινήματα της, δηλαδή εδραίωση της παρουσίας σε κάθε χώρο.
ΙΙΙ. Συστηματική προγραμματική προετοιμασία, με άξονα ένα συνεκτικό σχέδιο υλοποίησης στόχων βάσει προτεραιοτήτων και μορφών συντονισμού.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα το 2012-2014 απέδωσε πολλά στη σύνδεσή της με την αγωνιζόμενη κοινωνία και λίγα στην προγραμματική και πολιτική ωρίμανση του ΣΥΡΙΖΑ. Στο διάστημα 1/2015 έως 9/2015 παρέμεινε όργανο μάχης, αλλά με περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης και συνδιαμόρφωσης πολιτικών, αφού δεν κλήθηκε ποτέ να εκφέρει γνώμη.
Το διάστημα 9/2015 έως το 2019, αποδυναμώθηκε, διευρύνθηκε η πολιτική της αμηχανία και η δυσανεξία. καθώς νομοθετούσε τις επώδυνες ρήτρες του μνημονίου και άρχισαν οι ρωγμές στις σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης. Ενισχύθηκαν αρνητικά φαινόμενα, αγνόηση αποφάσεων, ανταγωνιστικές σχέσεις με τις Ν.Ε., συνεδριάσεις χωρίς ημερήσια διάταξη και εξάρτηση από το γραφείο του Πρωθυπουργού.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα τελικά εκτέλεσε έργο με πολλές θετικές πλευρές, γενναίο και ανιδιοτελές, δύσκολο και ενάντια στις πεποιθήσεις των μελών της.
Αποδοτική λειτουργία είχαν και οι ΕΠΕΚΕ.
-Ο αναντικατάστατος και διαχρονικός ρόλος του κόμματος, ως το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς, ανεξάρτητα αν κυβερνά ή αντιπολιτεύεται, αποτελεί θεμελιώδη συνθήκη της ύπαρξής του. Το κόμμα είναι ο διαχρονικός φορέας της ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας της Αριστεράς που εξασφαλίζει τον στρατηγικό προσανατολισμό, την καθαρή στόχευση για την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη.
-Στις έκτακτες συνθήκες και κρίσιμες στιγμές της διακυβέρνησης, παρακάμφθηκε το κόμμα, η συμμετοχή των μελών στις αποφάσεις, διότι ήταν αντικειμενικά δύσκολο να λειτουργήσουν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Το κόμμα όλως παραμελήθηκε σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης μας, αφού ποτέ δεν διευκρινίστηκαν οι διακριτοί ρόλοι κυβέρνησης-κόμματος.
-Το γεγονός ότι η κυβέρνησή μας εφάρμοσε ένα νέο μνημόνιο ήταν μια αμφιλεγόμενη συνθήκη που δημιουργούσε στο κόμμα μια ιδιάζουσα αμφιθυμία και συνακόλουθα μεγάλη αδυναμία να ασκήσει καθημερινή πολιτική, πολιτική εμπλουτισμού των σχέσεων με τις κοινωνικές δυνάμεις και πολιτική κριτική στις άστοχες κυβερνητικές αποφάσεις. Έτσι, τελικά, παρέμεινε παθητικό και αδύναμο όλη την περίοδο, με προβλήματα ακόμα και στην ΚΕ, ΠΓ, στα Τμήματα, στις σχέσεις με ΕΠΕΚΕ, τις ΝΕ και συνδικαλιστές.
-Στο πλαίσιο του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, παρουσιάστηκαν ιεραρχίες με αντίστοιχες στάσεις και συμπεριφορές, με συγχύσεις ρόλων και αρμοδιοτήτων που υπέσκαψαν την ισοτιμία των μελών.
-Παρόλα αυτά, το κόμμα διαδραμάτισε σημαντικό και αναντικατάστατο ρόλο σε ποικίλους τομείς, όπως στην κοινωνική αλληλεγγύη, τα περιφερειακά συνέδρια, στη μάχη των εκλογών, στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων, που πρέπει να είναι υποδείγματα για την διόρθωση της λειτουργίας μας.
-Η μη πραγματοποίηση του οργανωτικού συνεδρίου δεν επέτρεψε να εξετάσουμε το φαινόμενο της κρίσης και απαξίωσης όλων των μορφών κομματικής οργάνωσης και θεσμών κοινωνικής διαμεσολάβησης. Δεν συζητήσαμε πώς οι ΟΜ θα γίνουν το κόμμα στο χώρο τους και την αντιστοίχιση του κόμματος με περιφερειακής συγκρότηση. Έτσι, δεν αξιοποιήσαμε τη συμβολή των περιφερειακών συνεδρίων στην παρέμβαση μας σε περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο.
-Οι ΕΠΕΚΕ ήταν μια επιτυχημένη πρωτοβουλία συλλειτουργίας Κόμματος-ΚΟ-Κυβέρνησης, που δεν λειτούργησε πάντα εποικοδομητικά, περισσότερο κριτικά προς τα νομοθετήματα και λιγότερο σχεδιασμός και προγραμματισμός, χωρίς τη συμμετοχή των ΝΕ, δηλαδή τον αποκλεισμό περιοχών και κλάδων.
-Η απόκριση των υπουργείων και των συμβούλων τους σε ερωτήσεις και σε ζητήματα που έθεταν οι ΟΜ, ΝΕ, βουλευτές, ήταν ασαφής, καθυστερημένη ως και μηδενική. Και το κόμμα σπάνια τροφοδοτούσε την κυβέρνηση με συγκεκριμένες προτάσεις. Δηλαδή, ούτε η κυβέρνηση έμαθε να μιλά γόνιμα με το κόμμα, ούτε το κόμμα με την κυβέρνηση, Εξαίρεση αποτελεί η ανάδειξη από τους βουλευτές μας, της νησιωτικότητας και η θεσμοθέτηση του Μ.Ι.
-Επικίνδυνα συμπτώματα και κακή πρακτική ήταν η μεταφορά προσωπικών αιτημάτων πολιτών από οργανώσεις και βουλευτές, όπως και η εκμετάλλευση θέσης για την αύξηση προσωπικής επιρροής, φαινόμενα ξένα προς την ιστορία της Αριστεράς. Γι΄ αυτό και συγκροτήθηκε η Επιτροπή Δεοντολογίας.
-Δεν επινοήσαμε ένα μοντέλο συνδικαλισμού που θα διαμορφώνει πολιτικές συμμαχίες και θα επισημαίνει τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης και θα διεκδικεί την διόρθωσή τους, αλλά και θα στηρίξει κριτικά τα σωστά μέτρα. Το κενό στη στελέχωση στον χώρο του συνδικαλισμού, αναδείχθηκε μεγάλο απέναντι στην επίθεση που δεχόμαστε.
-Σήμερα, παράλληλα με τη συμμετοχή μας στα κοινωνικά κινήματα, την αντιπολιτευτική δράση, πρέπει να μεριμνήσουμε για το κόμμα, μέσα από τη διαδικασία διεύρυνσης, ανασύνταξης, αναδιαμόρφωσής του. Ανεξάρτητα αν είμαστε στην κυβέρνηση ή όχι, το κόμμα είναι το πεδίο που σχηματίζεται και διαπλάθεται δημοκρατικά η συνολική πολιτική μας, οι ιδέες, οι προτάσεις που αφορούν την στρατηγική και την τακτική μας, το πεδίο που δοκιμάζεται και κρίνεται η προσφορά του καθενός μας.
Τελειώνοντας πρέπει να απαντήσουμε συνεκτικά στο ερώτημα τί πρέπει να κρατήσουμε, τί πρέπει να διορθώσουμε και σε ποια κατεύθυνση, όπως και τί να αναθεωρήσουμε ή να εγκαταλείψουμε.
- Υποστηρίζουμε την ιδέα της «Κυβέρνησης της Αριστεράς»
Πρέπει να κρατήσουμε και να υποστηρίξουμε την ιδέα της «Κυβέρνησης της Αριστεράς». Πέρα από επιτυχίες και αποτυχίες, η ίδια η άνοδος στην κυβέρνηση ενός αριστερού κόμματος όπως το δικό μας σηματοδοτεί τη δυνατότητα των πολιτικών δυνάμεων του αντικαπιταλιστικού ρεύματος να διεκδικούν όρους για τη μερική ή συνολική υλοποίηση ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού. Στη λογική του «εντός και εναντίον» του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του «εντός και εναντίον» της σύγχρονης μορφής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Η λογική της απόσυρσης στην «ασφάλεια» της αντιπολιτευτικής διαμαρτυρίας, δεν εισφέρει στην προώθηση της στρατηγικής της Αριστεράς. Το να δεχθεί ένα αριστερό κόμμα –σε πλαίσιο έκρηξης των ανισοτήτων, διεύρυνσης των κοινωνικών χασμάτων, κρίσης της δημοκρατίας και κινδύνου κλιματικής καταστροφής– ότι δεν έχει κανέναν ρόλο να παίξει σε μια κυβέρνηση εντός καπιταλισμού είναι επιλογή απολύτως αντίθετη με τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και της κοινωνίας.
Αν το καλοκαίρι του 2015 είχαμε συνειδητή αποχώρηση από την κυβέρνηση, για να μην εφαρμόσουμε μνημόνιο ή, αν είχαμε κάνει την επιλογή «άλματος στο κενό», όπως έλεγε μια μερίδα τότε συντρόφων, ενδεχομένως δεν θα χάναμε ένα τμήμα της κοινωνικής μας στήριξης. Θα χάναμε, όμως, την κοινωνία στο σύνολό της, γιατί θα διαψευδόταν η κυβερνητική μας στρατηγική και θα απαξιωνόταν η στάση ευθύνης που διατηρούσαμε απέναντι στην κοινωνία: να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια μέσα στο τέλμα της κρίσης.
- Όροι και προϋποθέσεις της κυβέρνησης, ιδεολογική, προγραμματική, οργανωτική προετοιμασία
Η κυβέρνησή μας υπήρξε προοδευτική κυβέρνηση σε συνθήκες καπιταλισμού που διαχειρίστηκε τους σκληρούς περιορισμούς του τρίτου μνημονίου, χωρίς κυβερνητική εμπειρία, με την πρακτική του μαθαίνοντας εν κινήσει.
Στο μέλλον πρέπει να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα των προϋποθέσεων μιας προοδευτικής κυβέρνησης εντός καπιταλισμού. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι μόνη προϋπόθεση για να υπάρξει τέτοια κυβέρνηση είναι η επίτευξη της απαραίτητης εκλογικής πλειοψηφίας. Πρέπει να υπάρξει πληρέστερη προετοιμασία ιδεολογικά, προγραμματικά και οργανωτικά. Ο ιδεολογικός και πολιτικός λόγος, όπως και το πρόγραμμα της προοδευτικής κυβέρνησης, οφείλουν να τονίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις από όπου εξαρτάται η έκταση και το βάθος των αλλαγών. Η δε οργανωτική προετοιμασία οφείλει να μεριμνά για συλλογική λειτουργία και στελέχωση που θα υλοποιούν αυτές τις προϋποθέσεις.
- Προεργασία στο πεδίο των διεθνών συμμαχιών
Με βάση τη διεθνή ευρωπαϊκή εμπειρία του 2015, στον άνισο αγώνα που βρεθήκαμε σχεδόν μόνοι, ο οποίος, κυρίως μετά τους πρώτους μήνες του 2015, πήρε μορφή πολέμου και διαρκούς εκβιασμού, χωρίς επαρκή αλληλεγγύη από κινήματα, και κυβερνήσεις, με επιφυλακτική τη στάση των σοσιαλδημοκρατών, με εχθρική του στρατοπέδου Σόιμπλε, αποδείχτηκε και στη πράξη, ότι το εγχείρημα μιας προοδευτικής κυβέρνησης απαιτεί σημαντική προεργασία στο πεδίο των διεθνών συμμαχιών και συσχετισμών, ώστε η προοδευτική κυβέρνηση να μην απομονωθεί πλήρως κατά την προώθηση του σχεδίου της.
- Παραδώσαμε τη χώρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι την παραλάβαμε
Έλαβε τέλος ο φαύλος κύκλος των μνημονίων αποφεύγοντας ένα τέταρτο μνημόνιο, επιτεύχθηκε ρύθμιση του χρέους (έξω από το πλαίσιο της αρχικής μας αντίληψης), είμαστε η μόνη κυβέρνηση που δεν παραδώσαμε άδεια ταμεία αλλά ισχυρά αποθέματα, στηρίξαμε τα αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, διαχειριστήκαμε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, αναβαθμίσαμε τη διεθνή θέση της χώρας και την αναδείξαμε σε παράγοντα σταθερότητας στη περιοχή.
- Η εμπειρία μας συνιστά παρακαταθήκη για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Σπάσαμε το ταμπού ότι δήθεν η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει, ότι είναι αποκλειστικά δύναμη διαμαρτυρίας, ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τα «σύνθετα» προβλήματα της διακυβέρνησης. Δείξαμε, ότι είμαστε εχέγγυο για τη δημοκρατική πορεία της χώρας, στήριγμα των λαϊκών στρωμάτων και των αδύναμων της κοινωνίας, ο μόνος παράγοντας που αποβλέπει στην προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας και του κράτους.
Είμαστε οι πρώτοι στην Ευρώπη οι οποίοι, μέσα στον ασφυκτικό νεοφιλελεύθερο κλοιό λιτότητας, επιχειρήσαμε μια προοδευτική διακυβέρνηση. Έτσι τόσο η θετική όσο και η αρνητική εμπειρία μας συνιστά παρακαταθήκη για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
- Να διεκδικούμε και να δικαιώνουμε διαρκώς ότι δεν ήμασταν «όμοιοι με τους άλλους»
Στη κρίση που δεν ήταν αποκλειστικά οικονομική, αλλά κατ’ αρχάς πολιτική, εμείς συνιστούσαμε τη δημοκρατική απάντηση. Είχαμε οικοδομήσει σχέση εμπιστοσύνης με τον ελληνικό λαό, μέσα από πολύχρονους, πολυσύνθετους και επώδυνους αγώνες, και ο ελληνικός λαός μας ανέδειξε ως τη δική του δημοκρατική επιλογή. Επιπλέον, ως κυβέρνηση προωθήσαμε ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης,, κοινωνικοποιήσαμε τις πολιτικές μας παρεμβάσεις, λειτουργήσαμε με έναν διαφορετικό τρόπο απέναντι στην κοινωνία και την κοινή γνώμη.
Η παρακαταθήκη που φέρουμε είναι ότι ο κόσμος μας ψήφισε γιατί δεν ήμασταν «όμοιοι με τους άλλους», δηλαδή πολιτικά δρώντες του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος που βύθισε τη χώρα. Αυτή η παρακαταθήκη δεν είναι δεδομένη άπαξ δια παντός. Οφείλουμε να τη διεκδικούμε και να τη δικαιώνουμε διαρκώς.
- Επίγνωση των ορίων των εφικτών λύσεων, θεωρία-βούληση συνδεμένη με την πρακτική και υλοποίηση
Η πολιτική βούληση είναι πάντα αναγκαία αλλά δεν αρκεί, η εμπειρία μας έδειξε και την ανάγκη να έχουμε επίγνωση των κινδύνων και να αποφεύγουμε τις παγίδες του βολονταρισμού. Η διακυβέρνηση απαιτεί αυτογνωσία, εμπειρίες, μελέτη, προετοιμασία, μεθοδολογία, γνώση, ιδεολογική εγρήγορση.
Πρέπει να γνωρίζουμε πολύ καλά ότι θα πορευθούμε σε εχθρικό, υπονομευτικό πλαίσιο. Οποιαδήποτε άλλη αντίληψη συνιστά επικίνδυνη αυταπάτη που πρέπει να καταπολεμούμε συλλογικά και ενεργά. Άρα η επίγνωση των ορίων των εφικτών λύσεων όσο και η διαρκής προσπάθεια για τη διεύρυνση αυτών των ορίων είναι απαραίτητα συστατικά της αριστερής κυβέρνησης.
- Πολιτικές συγκλίσεις σε στέρεες ιδεολογικές και προγραμματικές βάσεις, χωρίς λογικές ανάθεσης
Μετά την συμφωνία των Πρεσπών και την ολοκλήρωση του προγράμματος του μνημονίου, αναδείχτηκε η δυνατότητα μιας αριστερής-προοδευτικής διεξόδου από την κρίση, διεξόδου που παραμένει βασικό επίδικο για τον αριστερό-προοδευτικό χώρο σήμερα.
Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, χρειάζεται να συνεργαστούμε στο πλαίσιο μιας συμπαράταξης. Πρέπει να ξεφύγουμε από την πολιτική των προσωπικοτήτων και να δουλέψουμε κατά βάση με οργανωμένες συλλογικότητες. Να μη φοβηθούμε τη μαζικοποίηση, αλλά και να μη δημιουργήσουμε λέσχη οπαδών. Να σφυρηλατήσουμε πολιτικές συγκλίσεις σε στέρεες ιδεολογικές και προγραμματικές βάσεις, αλλά ταυτόχρονα να μην παρασυρθούμε σε έναν εκλογικίστικο ιδεολογικό εκλεκτικισμό. Και το κυριότερο, οφείλουμε να αντιστοιχίσουμε το κοινωνικό με το πολιτικό μέτωπο. Στόχος μας δεν είναι απλά να κερδίσουμε τις εκλογές αλλά να προωθήσουμε τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Και αυτό απαιτεί μια μαχόμενη κοινωνία που ξεφεύγει από λογικές ανάθεσης και διεκδικεί τη δική της διαμορφωτική συμμετοχή.
- Να οικοδομήσουμε την κοινωνική συμμαχία που προέκυψε από την εκλογική μας βάση
Οποιοδήποτε μετασχηματιστικό πολιτικό εγχείρημα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινωνικής συμμαχίας, που λειτουργεί ως το κοινωνικό του στήριγμα. Σαν κυβέρνηση υποβαθμίσαμε τον διάλογο με τις δυνάμεις της κοινωνίας, υπερτονίσαμε την επικοινωνία μας με τους εκπροσώπους των εργοδοτών.
Έτσι δεν μπορέσαμε να διαμορφώσουμε μια στέρεη κοινωνική συμμαχία πού θα απέβαινε ενεργό στήριγμα της κυβερνητικής δράσης. Δεν εμπλέξαμε ευθέως και άμεσα την κοινωνία στην κυβερνητική δουλειά, ψηφίζαμε κάποτε νόμους για τους οποίους δεν υπήρχαν οι κοινωνικές δυνάμεις να τους υλοποιήσουν.
Οι συνέπειες έγιναν ορατές στις ευρωεκλογές του Μαΐου, αλλά στις εθνικές εκλογές του 2019, η προοπτική της παλινόρθωσης ενός νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού συσπείρωσε τα λαϊκά στρώματα σε μια αριστερή-προοδευτική ψήφο, η οποία συνιστά την αφετηρία μας για το μέλλον. Τα στρώματα αυτά δεν μας προσέφεραν άνευ όρων στήριξη. Οφείλουμε, επομένως, στο επόμενο διάστημα να οικοδομήσουμε οργανωμένα την κοινωνική συμμαχία που προέκυψε από την εκλογική μας βάση και να μεθοδεύσουμε την ανασυγκρότησή μας πάνω σε αυτήν τη συμμαχία.
- Η «μεσαία τάξη» και «ταξική μεροληψία» προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας
Η «ταξική μεροληψία» ήταν το βασικό πρόταγμα της πολιτικής μας. Στη προσπάθεια να υποστηρίξουμε το ταξικό κριτήριο διαρρήξαμε εν μέρει τη συμμαχία με τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, μέσω της φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής μας, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την ταξική μεροληψία της πολιτικής μας γενικότερα. Δεν εξηγήσαμε επαρκώς ότι οι παρεμβάσεις αυτού του χαρακτήρα λειτουργούν προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας, καθώς ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και τη ζήτηση.
Έτσι επιτρέψαμε στη Δεξιά να σφετεριστεί την έννοια της «μεσαίας τάξης», γιατί, από τη δική μας πλευρά, δεν διαθέταμε ή δεν ενεργοποιήσαμε μια συνεκτική θεωρία του τί είναι σήμερα και εδώ «μεσαία τάξη»,
- Κόμμα με σαφείς τις αξιακές μας προτεραιότητες, αλλά και ανεκτικοί στην πολυμορφία του προοδευτικού χώρου.
Η μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία οφείλει να δοθεί προγραμματικά και κοινωνικά, δηλαδή το κριτήριο της ταξικής μεροληψίας οφείλει να ενταχθεί σε ένα συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί από ένα ανασυγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο. Πρέπει να ξεφύγουμε από λογικές αποσπασματικών προτάσεων που ανταποκρίνονται μόνο στη στενή συγκυρία και να διαμορφώσουμε μια συνολική πρόταση που θα καλλιεργεί αγωνιστικό και αριστερό ήθος και θα κινητοποιεί τα λαϊκά στρώματα για την υλοποίησή της. Πρόταση που θα εγκαθιδρύει μια «κοινή λογική» που θα αντιμάχεται την νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία». Σε συνάρτηση με τον απαραίτητο και συστηματικό ιδεολογικό αγώνα που έλειψε το προηγούμενο διάστημα. Πρέπει να είμαστε σαφείς ως προς τις αξιακές μας προτεραιότητες, αλλά ταυτόχρονα ανεκτικοί προς την πολυμορφία του προοδευτικού χώρου. Πρέπει να παρεμβαίνουμε για να ζυμώσουμε τον κόσμο που έρχεται κοντά μας, αλλά δεν πρέπει να είμαστε παρακολούθημα της πολυμορφίας του. Δεν είμαστε κόμμα αριστερών «αρίστων» ούτε βέβαια κόμμα προοδευτικών «οπαδών». Πρέπει να γίνουμε δύναμη κοινωνικού μετασχηματισμού με συγκεκριμένο και συμπεριληπτικό πρόγραμμα και ταυτόχρονα μαζικό αριστερό κόμμα.
- Μετασχηματισμός και διαμόρφωσης νέων δομών εξουσίας, θεσμών
Πολλές φορές διαπιστώθηκε ότι, ενώ είχαμε την κυβέρνηση, δεν είχαμε την εξουσία. Αλλά οι αδυναμίες σε πολλά πεδία δεν οφείλονταν στο ότι δεν είχαμε την εξουσία, αλλά στο ότι δεν αξιοποιήσαμε και δεν ασκήσαμε σωστά εκείνη που είχαμε. Σε άλλα πεδία δεν είχαμε τη θεσμική δυνατότητα να ασκήσουμε την πολιτική μας. Επομένως μια στρατηγική της Αριστεράς για το μέλλον οφείλει να είναι στρατηγική διακυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα και μετασχηματισμού συστημάτων και δομών εξουσίας, όπως και διαμόρφωσης νέων δομών και θεσμών για την ενίσχυση της διαφάνειας, του κοινωνικού ελέγχου και τελικά της ουσιαστικής λαϊκής κυριαρχίας.
- Καλλιεργήσαμε ένα έντιμο δημόσιο ήθος διαχείρισης
Αξιοποιήσαμε υγιή στοιχεία της διοίκησης και διαμορφώσουμε ένα σώμα νέων στελεχών τα οποία απέκτησαν επάρκεια στη διαχείριση κυβερνητικών ζητημάτων. Σεβαστήκαμε τον χαρακτήρα του δημοσίου, προσπαθήσαμε, έστω ατελώς, να ενεργοποιήσουμε μια νέα σχέση ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Σε πολλές περιπτώσεις προωθήσαμε μεταρρυθμίσεις «αστικού εκσυγχρονισμού». Καλλιεργήσαμε ένα έντιμο δημόσιο ήθος διαχείρισης, το οποίο, ακριβώς επειδή ήταν έντιμο, βρέθηκε στο στόχαστρο των αντιπάλων μας.
- Χωρίς πολιτική ανασχεδιασμού του κράτους και της δημόσιας διοίκησης
Κεντρικό και πραγματικό πρόβλημα για το μέλλον είναι το ζήτημα του κράτους. Αναλάβαμε την κυβέρνηση χωρίς κοινή θεωρητική κατανόηση για το τι είναι το νεοελληνικό κράτος, τη θέση του στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και τον βαθμό εξάρτησής του από το ευρωπαϊκό κέντρο. Με αντιλήψεις που απέτρεπαν τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη μιας συνολικής μετασχηματιστικής πολιτικής, όπου κάθε υπουργείο έφτανε να λειτουργεί με τη δική του δυναμική, αφού δεν διαμορφώσαμε κεντρικούς συντονιστικούς θεσμούς με δεσμευτική δράση.
Δεν είχαμε γενική πολιτική ανασχεδιασμού του κράτους και της δημόσιας διοίκησης –με κάποιες εξαιρέσεις– ενώ υποτιμήσαμε την ανάγκη διοικητικής ανασυγκρότησης. Δεν είχαμε ενιαία και επεξεργασμένη στάση απέναντι στη δημοσιοϋπαλληλικό σώμα ούτε αξιοποιήσαμε επαρκώς τις όποιες οργανωμένες μας δυνάμεις στα υπουργεία και στις υπηρεσίες.
- Να διαμορφώσουμε μια αριστερή άποψη για αυτούς τους θεσμούς και το κράτος
Ένα αριστερό κυβερνητικό εγχείρημα προϋποθέτει καλή γνώση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Το κράτος ΔΕΝ είναι ουδέτερο, ούτε συνιστά μηχανισμό απαλλαγμένο από αξιακές και ιδεολογικά φορτισμένες τοποθετήσεις. Έχει αδράνειες, έχει μονομέρειες, αλλά ρωγμές και ζωογόνες δυνάμεις που προσφέρουν δυνατότητες για εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αρκεί ο φορέας της εναλλακτικής προσέγγισης να παρεμβαίνει με συστηματικό τρόπο και να διαθέτει μια επεξεργασμένη μεθοδολογία αξιοποίησης των δυνατοτήτων.
Ιδιαίτερα, το τι πρέπει να γίνει με τους θεσμούς, οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια αριστερή άποψη για αυτούς τους θεσμούς, του «βαθέως κράτους», δηλαδή τα σώματα ασφαλείας και τη δικαιοσύνη, πρέπει να ξανασκεφτούμε τη λειτουργία τους στο πλαίσιο ενός αριστερού-προοδευτικού σχεδίου.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ο επιθυμητός εκδημοκρατισμός του «βαθέως κράτους» περνά από μηχανισμούς κοινωνικής λογοδοσίας, από μεγαλύτερη διαφάνεια, από την καλλιέργεια δημοκρατικής κουλτούρας και δημοκρατικού ήθους παντού.
- Αριστερή θεωρία για το κράτος να τροφοδοτεί μια αριστερή στρατηγική για το κράτος
Οφείλουμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάκτηση της εξουσίας αποτελεί σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα που απαιτεί τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου ικανού να διαχειριστεί τα πλέγματα εξουσίας εντός και εναντίον του όλου καπιταλιστικού πλαισίου. Στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, είναι απαραίτητη η κατανόηση από τη δική μας πλευρά της φύσης και της σύνθεσης του ελληνικού κράτους, να επισημάνουμε τόσο τις δυνατότητες που υπάρχουν για το ξετύλιγμα ενός μετασχηματιστικού σχεδίου, όσο και τις αδράνειες, τους περιορισμούς και τις αντιστάσεις που πρέπει να υπερβούμε ώστε να το μετασχηματίσουμε. Με αυτή την έννοια, η αριστερή θεωρία για το κράτος θα τροφοδοτεί μια αριστερή στρατηγική για το κράτος, αλλά και η εμπειρία της διαχείρισης των κρατικών δομών θα εμπλουτίζει τη θεωρία με πολύτιμη εμπειρική ύλη.
- Ανεπαρκής η εκλογική νίκη και η κυβερνητική ανέλιξη, απαιτείται πολιτικό υποκείμενο
Με ποιές πρακτικές θα υπονομεύσουμε την ιδεολογική ισχύ του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες; Τα υπάρχοντα πολλαπλά πλέγματα εξουσίας (ενίοτε ανταγωνιστικά μεταξύ τους) επιβάλλουν να διαμορφώσουμε μια αριστερή στρατηγική εξουσίας η οποία θα αντιλαμβάνεται ότι η εκλογική νίκη και η κυβερνητική ανέλιξη δεν είναι αρκετά για να διαμορφωθεί ένα εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, χρειάζεται ισχυρή κοινωνική γείωση και προϋποθέτει ένα πολιτικό υποκείμενο έτοιμο να δίνει κρίσιμες μάχες τόσο κεντρικά όσο και τοπικά. Προϋποτίθεται, δηλαδή, ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα λειτουργεί ως συλλογικός διανοούμενος, αλλά ταυτόχρονα ως εκπρόσωπος και οργανωτής της κοινωνικής δυναμικής και της κοινωνικής αντίστασης.
- Αριστερές, προοδευτικές, εναλλακτικές «δεξαμενές σκέψης»
Με αυτά δεδομένα, εστίες οργανωμένης σκέψης και αντίστοιχοι θεσμοί, με δυνατότητα αξιοποίησης ειδικών γνώσεων είναι αναγκαίοι διαμεσολαβητές ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα, τις συλλογικότητες, την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, το κόμμα και την πολιτική.
Έτσι χρειαζόμαστε αριστερές, προοδευτικές, εναλλακτικές «δεξαμενές σκέψης», για να βεβαιωνόμαστε ότι η πολιτική που προτείνεται και ασκείται από το μέτωπο της προόδου συναρτάται άμεσα με πήγες που εξασφαλίζουν το απαραίτητο επίπεδο πολιτικής και τεχνικής επάρκειας ενώ εδράζουν τις ρίζες και την εστίαση τους στο συμφέρον της κοινωνικής πλειονότητας. Χρειαζόμαστε πολυάριθμους τέτοιους καινοτόμους φορείς λόγου οι οποίοι, σε σχηματισμό δικτύου, θα είναι ικανοί να ισχυροποιούν, να οχυρώνουν και να οργανώνουν θέσεις, παράγοντας με θετικότητα νέες εναλλακτικές προτάσεις.
- Να προσδιορίσουμε τον υποβαθμισμένο ρόλο του κόμματος
Ο ρόλος του κόμματος αποδεικνύεται καθοριστικός για την προώθηση του σχεδίου μας. Η απόσυρση του κόμματος από τη λήψη των αποφάσεων και από τη διαμόρφωση του πολιτικού προσανατολισμού της κυβέρνησής μας συνιστούσε σημαντική ανεπάρκεια την περίοδο της διακυβέρνησης. Η υποτίμηση του ρόλου του κόμματος έχει τις ρίζες της σε συγχύσεις που επικράτησαν σε προηγούμενες περιόδους του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το ρόλο του κόμματος, των κινημάτων και της ηγεσίας στο συνολικό μας σχέδιο, όπως και σε λογικές «ανάθεσης» που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και ουσιαστικά. Το κόμμα δεν είναι απλά εκλογικός μηχανισμός ούτε λέσχη οπαδών. Έχει συγκεκριμένα καθήκοντα, ασκεί συγκεκριμένες λειτουργίες και έχει συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσει. Αυτόν το ρόλο, αυτές τις λειτουργίες και αυτά τα καθήκοντα οφείλουμε να προσδιορίσουμε για την εποχή μας με τρόπο πολύ σαφή. Αυτός ο προσδιορισμός οφείλει να δεσμεύει τη δράση του κόμματος και τις ευθύνες όλων μας. Ιδίως τώρα που βρισκόμαστε στην αντιπολίτευση, το κόμμα είναι το κύριο πεδίο όπου θα διαμορφώσουμε την κυβερνητική πολιτική του μέλλοντος. Στο βαθμό που έχομε απέναντί μας το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, η οργανωμένη παρέμβασή μας στην κοινωνία συνιστά τον εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας ενώ η εσωκομματική μας δημοκρατία την ποιοτική διαφορά σε σχέση με τους πολιτικούς αντιπάλους μας.
- Ποιο κόμμα χρειαζόμαστε
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα κόμμα «μαζικό, νεανικό, λαϊκό – δημοκρατικό, σύγχρονο – αριστερό, πράσινο, εκφραστή της προοδευτικής παράταξης».
Μαζικό-Νεανικό-Λαϊκό: Αυτά τα τρία στοιχεία είναι αλληλένδετα.
Η μαζικότητα ως αντιστοίχιση της κομματικής και της εκλογικής επιρροής υποδηλώνει κόμμα μεγάλης κλίμακας, που μαθαίνει να συντονίζει τη δράση πολλών ατόμων και που δεν λειτουργεί σαν πεφωτισμένη ελίτ, με ενεργό εμπλοκή των πολιτών σε συλλογικές διαδικασίες. Με το ποσοτικό κριτήριο να συνοδεύεται από μία ποιοτική διάσταση.
Το νεανικό στοιχείο είναι σημαντικό για τέσσερις λόγους: α) η εμπλοκή των νέων στην κομματική συλλογική ζωή αντιμάχεται τις τάσεις κυνισμού και απάθειας, β) ανανεώνει τη στελεχιακή και κομματική βάση, γ) ενισχύει τη δυνατότητα κινητοποίησης του κόμματος και δ) φέρνει σε επαφή το κόμμα με νέες ιδέες και πρακτικές.
Το λαϊκό στοιχείο είναι εξίσου σημαντικό γιατί συμπυκνώνει την προτεραιότητα στην εκπροσώπηση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων στο πολιτικό πεδίο και στο επίπεδο άσκησης πολιτικής. Ο καταπιεσμένος, ο υποτελής, ο αποκλεισμένος, ο περιθωριοποιημένος βρίσκει διέξοδο στη συλλογική δράση, διαμορφώνοντας έτσι τους όρους χειραφέτησής του.
Δημοκρατικό-Σύγχρονο: Το ζήτημα συνδέεται με την εμβάθυνση των όρων διεύρυνσης και ανασύνταξης του ΣΥΡΙΖΑ, με το τύπο του κόμματος που θα εισέλθουν τα νέα μέλη και πώς θα το συνδιαμορφώσουν. Με τα συλλογικά όργανα και τις διαδικασίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ορίζονται κάποιες βασικές αρχές κομματικής οικοδόμησης: α) Διάταξη του κόμματος σε άμεση συνάρτηση με τον νέο καταμερισμό εργασίας και την κρίση και τη διαδικασία υπέρβασής της. β) Συνδυασμός αντιπροσωπευτικών διαδικασιών και διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας στην παραγωγή αποφάσεων στο εσωτερικό του κόμματος. γ) Ενδυνάμωση της περιφερειακής και αποκεντρωμένης οργάνωσης, κυρίως ως προς αποφασιστικές αρμοδιότητες. δ) Ενίσχυση του εκπαιδευτικού ρόλου του κόμματος. ε) Δικτύωση σε διαφόρους κοινωνικούς χώρους και μέτωπα. ε) Αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών και των δυνατοτήτων της ψηφιακής πλατφόρμας για τη λειτουργία του κόμματος.
Αριστερό-Πράσινο-Προοδευτικό: Αφορά το ιδεολογικό σκέλος της διεύρυνσης και ανασύνταξης του κόμματος. Με ποιές ταυτότητες θα κινηθούμε;
Μετά την αναβάπτιση στη κυβερνητική εμπειρία το «αριστερό» συνδέεται με τους όρους συγκρότησης και εφαρμογής ενός αριστερού κυβερνητικού προγράμματος. Παράλληλα, το «αριστερό» είναι εξ ορισμού «κινηματικό», σηματοδοτώντας την προσπάθεια σύνδεσης του κυβερνητικού προγράμματος με την κινηματική δράση. Το κόμμα- συλλογικός διανοούμενος οφείλει να βρει τους ενδεδειγμένους στη συγκυρία τρόπους οργανικής διασύνδεσης των δύο διαδικασιών, της κυβερνητικής και της κινηματικής.
Επιπλέον, το «αριστερό» οφείλει να ενσωματώνει της βασικές τάσεις της αριστερής κριτικής και να τις αξιοποιεί έμπρακτα προς την κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Παράλληλα οφείλει να ενθαρρύνει την ετερότητα των επεξεργασιών, την επικοινωνία με άλλους πολιτικούς χώρους, τη σκληρή και γόνιμη κριτική.
Το «πράσινο» στοιχείο είναι εξαιρετικά επίκαιρο λόγω της κλιματικής κρίσης ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ισχυρές παρακαταθήκες πολιτικής οικολογίας τις οποίες οφείλει να ξαναφέρει στο προσκήνιο με ριζικά αναβαθμισμένο τρόπο.
Ως προς το «προοδευτικό» τίθενται το ερώτημα αν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της έννοιας «προοδευτικός», να ονομαστεί η νέα ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερή-προοδευτική; Είναι η δική μας Αριστερά μια Αριστερά κοινωνικά γειωμένη και πολιτικά ρεαλιστική ή μια «προοδευτική μετα-Αριστερά»;
- Η διασύνδεση αγώνων και αιτημάτων σε ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο ευθύνης του κόμματος
Το υποκείμενο της προοδευτικής διακυβέρνησης και του κοινωνικού μετασχηματισμού στην εποχή μας είναι πολύμορφο και πολυκεντρικό.
Η ανάπτυξη των πολύμορφων κινημάτων και των συλλογικών υποκειμένων ευρύτερα δεν υποκαθιστά τον ρόλο του κόμματος αλλά επαναπροσδιορίζει τα καθήκοντα του. Η διασύνδεση αγώνων και αιτημάτων σε ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο επιτελεί ρόλο απολύτως κρίσιμο, συνιστώντας πεδίο δράσης και τόπο ευθύνης του κόμματος.
Το ίδιο ισχύει και για τις ανεξάρτητες «δεξαμενές σκέψης», τα προοδευτικά μέσα επικοινωνίας και τα αλλά συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα. Το κόμμα με την ηγεσία του, τα κινήματα, οι δεξαμενές σκέψεις, τα ποικίλα συλλογικά υποκείμενα συγκροτούν ένα αστερισμό υπό όρους σχετικής αυτονομίας, αστερισμό στον οποίο το κόμμα μπορεί να αποτελέσει το κεντρικό σημείο πολιτικής αναφοράς. Η οργανική και δυναμική συνάρθρωση των παραπάνω αποδεικνύεται η περισσότερο αποτελεσματική συνθήκη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Με τη διεύρυνση, την ανασύνταξη και τον μετασχηματισμό που επιχειρούμε μπορούμε να διατηρούμε τη φιλοδοξία, όχι μόνο να ενισχύσουμε ποσοτικά και ποιοτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να διαμορφώσουμε ένα παράδειγμα-υπόδειγμα που να συνιστά απάντηση στη κρίση του κομματικού φαινομένου και συμβολή στην ενίσχυση της δημοκρατία.
***
Συντάσσοντας τούτον τον απολογισμό, δεν διστάσαμε να αναγνωρίσουμε με παρρησία κενά, ολιγωρίες και σφάλματα. Χωρίς καθόλου να υποτιμούμε τα όσα ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του έπραξαν και κατόρθωσαν να πετύχουν, και μάλιστα σε συνθήκες ιδιαίτερα δυσμενείς.
Καμιά κυβέρνηση στην μεταπολιτευτική, τουλάχιστον, ιστορία της χώρας δεν έχει προβεί σε έναν τέτοιο συνολικό απολογισμό. Αλλά η Αριστερά δεν έχει τίποτε να κρύψει. Ενώ η ρητή αναγνώριση των δικών της ελλειμμάτων συνιστά μεγάλο μέρος της δύναμής της.
Ο απολογισμός μας αποτελεί τη συλλογική αποτίμηση της εμπειρίας μας. Με αυτήν την έννοια, είναι κοινό κτήμα όλων. Μας παρέχει το πλαίσιο για την παραπέρα μελέτη της ίδιας εμπειρίας, όπως και για απολογιστικές αποτιμήσεις της δράσης και του έργου μας σε επιμέρους τομείς, πεδία και θέματα, με προσπάθειες που πρέπει να ενθαρρύνονται και να υποβοηθούνται από το κόμμα, κυρίως όσων διαχειρίστηκαν ζητήματα είτε από κυβερνητικές θέσεις είτε μέσα από τα όργανα και τα τμήματα του κόμματος. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ο παρών απολογισμός, με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει και με τα διδάγματα τα οποία αναδεικνύει, αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σχεδίου μας.